παστερισμός

παστερισμός
ο
η παστερίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Γάλλου Pasteur + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”